kredo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredo | kredoj |
αιτιατική | kredon | kredojn |
kredo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredo | kredoj |
αιτιατική | kredon | kredojn |
kredo (eo)