krado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- krado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krado | kradoj |
αιτιατική | kradon | kradojn |
krado (eo)
- το κιγκλίδωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krado | kradoj |
αιτιατική | kradon | kradojn |
krado (eo)