kovrilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kovrilo | kovriloj |
αιτιατική | kovrilon | kovrilojn |
kovrilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kovrilo | kovriloj |
αιτιατική | kovrilon | kovrilojn |
kovrilo (eo)