koverto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- koverto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koverto | kovertoj |
αιτιατική | koverton | kovertojn |
koverto (eo)
- ο φάκελος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koverto | kovertoj |
αιτιατική | koverton | kovertojn |
koverto (eo)