kotizo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kotizo | kotizoj |
αιτιατική | kotizon | kotizojn |
kotizo (eo)
- η συνδρομή (σε περιοδικό, εφημερίδα, κττ)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kotizo | kotizoj |
αιτιατική | kotizon | kotizojn |
kotizo (eo)