korto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korto | kortoj |
αιτιατική | korton | kortojn |
korto (eo)
- η αυλή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korto | kortoj |
αιτιατική | korton | kortojn |
korto (eo)