kortego
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kortego < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kortego | kortegoj |
αιτιατική | kortegon | kortegojn |
kortego (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kortego | kortegoj |
αιτιατική | kortegon | kortegojn |
kortego (eo)