konvulsio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- konvulsio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konvulsio | konvulsioj |
αιτιατική | konvulsion | konvulsiojn |
konvulsio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konvulsio | konvulsioj |
αιτιατική | konvulsion | konvulsiojn |
konvulsio (eo)