konuso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konuso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konuso | konusoj |
αιτιατική | konuson | konusojn |
konuso (eo)
- (μαθηματικά) ο κώνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konuso | konusoj |
αιτιατική | konuson | konusojn |
konuso (eo)