kontroliro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontroliro | kontroliroj |
αιτιατική | kontroliron | kontrolirojn |
kontroliro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontroliro | kontroliroj |
αιτιατική | kontroliron | kontrolirojn |
kontroliro (eo)