kontralto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kontralto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontralto | kontraltoj |
αιτιατική | kontralton | kontraltojn |
kontralto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontralto | kontraltoj |
αιτιατική | kontralton | kontraltojn |
kontralto (eo)