kontinueco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontinueco | kontinuecoj |
αιτιατική | kontinuecon | kontinuecojn |
kontinueco (eo)
- li decidis favore al kontinueco de la projekto
- πήρε απόφαση υπέρ της συνέχισης του σχεδίου