konstitucio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- konstitucio < konstituci + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstitucio | konstitucioj |
αιτιατική | konstitucion | konstituciojn |
konstitucio (eo)
- το σύνταγμα μιας χώρας