konsento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konsento | konsentoj |
αιτιατική | konsenton | konsentojn |
konsento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konsento | konsentoj |
αιτιατική | konsenton | konsentojn |
konsento (eo)