konjako
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konjako < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konjako | konjakoj |
αιτιατική | konjakon | konjakojn |
konjako (eo)
- το κονιάκ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konjako | konjakoj |
αιτιατική | konjakon | konjakojn |
konjako (eo)