konfida
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- konfida < konfido (εμπιστοσύνη) + -a
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konfida | konfidaj |
αιτιατική | konfidan | konfidajn |
konfida (eo)
- εμπιστευτικός, που έχει εμπιστοσύνη