Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

kondiĉo < kondiĉ + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kondiĉo kondiĉoj
αιτιατική kondiĉon kondiĉojn

kondiĉo (eo)

la ekonomiaj kondiĉoj - οι οικονομικές συνθήκες