konato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konato | konatoj |
αιτιατική | konaton | konatojn |
konato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konato | konatoj |
αιτιατική | konaton | konatojn |
konato (eo)