komutistino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komutistino | komutistinoj |
αιτιατική | komutistinon | komutistinojn |
komutistino (eo)
- η τηλεφωνήτρια, η υπάλληλος ενός τηλεφωνικού κέντρου