komunikado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komunikado | komunikadoj |
αιτιατική | komunikadon | komunikadojn |
komunikado (eo)
- necesas efika komunikado - χρειάζεται αποτελεσματική επικοινωνία