kompreso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompreso | kompresoj |
αιτιατική | kompreson | kompresojn |
kompreso (eo)
- η κομπρέσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompreso | kompresoj |
αιτιατική | kompreson | kompresojn |
kompreso (eo)