Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

komitato < komitat + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική komitato komitatoj
αιτιατική komitaton komitatojn

komitato (eo)

la organiza komitato, η οργανωτική επιτροπή