komercisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- komercisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komercisto | komercistoj |
αιτιατική | komerciston | komercistojn |
komercisto (eo)
- ο έμπορος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komercisto | komercistoj |
αιτιατική | komerciston | komercistojn |
komercisto (eo)