koluzio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- koluzio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koluzio | koluzioj |
αιτιατική | koluzion | koluziojn |
koluzio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koluzio | koluzioj |
αιτιατική | koluzion | koluziojn |
koluzio (eo)