kolirio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kolirio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolirio | kolirioj |
αιτιατική | kolirion | koliriojn |
kolirio (eo)
- το κολλύριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolirio | kolirioj |
αιτιατική | kolirion | koliriojn |
kolirio (eo)