kolibro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kolibro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolibro | kolibroj |
αιτιατική | kolibron | kolibrojn |
kolibro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolibro | kolibroj |
αιτιατική | kolibron | kolibrojn |
kolibro (eo)