koalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- koalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koalo | koaloj |
αιτιατική | koalon | koalojn |
koalo (eo)
- το κοάλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koalo | koaloj |
αιτιατική | koalon | koalojn |
koalo (eo)