knuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- knuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | knuto | knutoj |
αιτιατική | knuton | knutojn |
knuto (eo)
- το κνούτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | knuto | knutoj |
αιτιατική | knuton | knutojn |
knuto (eo)