kluzo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kluzo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kluzo | kluzoj |
αιτιατική | kluzon | kluzojn |
kluzo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kluzo | kluzoj |
αιτιατική | kluzon | kluzojn |
kluzo (eo)