klitoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- klitoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klitoro | klitoroj |
αιτιατική | klitoron | klitorojn |
klitoro (eo)
- (ανατομία) η κλειτορίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klitoro | klitoroj |
αιτιατική | klitoron | klitorojn |
klitoro (eo)