kitelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kitelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kitelo | kiteloj |
αιτιατική | kitelon | kitelojn |
kitelo (eo)
- μακριά μπλούζα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kitelo | kiteloj |
αιτιατική | kitelon | kitelojn |
kitelo (eo)