kilovatto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kilovatto | kilovattoj |
αιτιατική | kilovatton | kilovattojn |
kilovatto (eo)
- το κιλοβάτ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kilovatto | kilovattoj |
αιτιατική | kilovatton | kilovattojn |
kilovatto (eo)