keuf
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
keuf | keufs |
keuf (fr) αρσενικό
- (λαϊκότροπο, (verlan)) μπάτσος, αστυφύλακας
- ⮡ Et les meufs et les keufs dans le RER, la banlieue c'est pas rose, la banlieue c'est morose — (chanson des Inconnus)
- (λαϊκότροπο, (verlan)) πληθυντικός η αστυνομία
- ⮡ Se faire serrer par les keufs - συλλαμβάνομαι από την αστυνομία
- ⮡ Nique les keufs - → δείτε τον όρο mort aux vaches
- ⮡ Je kiffe pas les keufs - δεν μου πάνε οι μπάτσοι, δεν μου αρέσουν οι αστυνομικοί
Συνώνυμα
επεξεργασίααστυφύλακας