Ετυμολογία

επεξεργασία
keuf < keufli < verlan του flic

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kœf/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
keuf keufs

keuf (fr) αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο, (verlan)) μπάτσος, αστυφύλακας
    ⮡  Et les meufs et les keufs dans le RER, la banlieue c'est pas rose, la banlieue c'est morose(chanson des Inconnus)
  2. (λαϊκότροπο, (verlan)) πληθυντικός η αστυνομία
    ⮡  Se faire serrer par les keufs - συλλαμβάνομαι από την αστυνομία
    ⮡  Nique les keufs - → δείτε τον όρο  mort aux vaches
    ⮡  Je kiffe pas les keufs - δεν μου πάνε οι μπάτσοι, δεν μου αρέσουν οι αστυνομικοί

Συνώνυμα

επεξεργασία

αστυφύλακας