policier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | policier | policiers |
θηλυκό | policière | policières |
policier (fr)
- o αστυνόμος
- o αστυνομικός
- o αστυφύλακας
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | policier | policiers |
θηλυκό | policière | policières |
policier (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη police