kavo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kavo | kavoj |
αιτιατική | kavon | kavojn |
kavo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kavo | kavoj |
αιτιατική | kavon | kavojn |
kavo (eo)