katedro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- katedro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katedro | katedroj |
αιτιατική | katedron | katedrojn |
katedro (eo)
- η καθέδρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katedro | katedroj |
αιτιατική | katedron | katedrojn |
katedro (eo)