katalepsio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- katalepsio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katalepsio | katalepsioj |
αιτιατική | katalepsion | katalepsiojn |
katalepsio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katalepsio | katalepsioj |
αιτιατική | katalepsion | katalepsiojn |
katalepsio (eo)