kastoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kastoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kastoro | kastoroj |
αιτιατική | kastoron | kastorojn |
kastoro (eo)
- ο κάστορας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kastoro | kastoroj |
αιτιατική | kastoron | kastorojn |
kastoro (eo)