kartografo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kartografo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kartografo | kartografoj |
αιτιατική | kartografon | kartografojn |
kartografo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kartografo | kartografoj |
αιτιατική | kartografon | kartografojn |
kartografo (eo)