karpeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- karpeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karpeno | karpenoj |
αιτιατική | karpenon | karpenojn |
karpeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karpeno | karpenoj |
αιτιατική | karpenon | karpenojn |
karpeno (eo)