karnavalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- karnavalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karnavalo | karnavaloj |
αιτιατική | karnavalon | karnavalojn |
karnavalo (eo)
- το καρναβάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karnavalo | karnavaloj |
αιτιατική | karnavalon | karnavalojn |
karnavalo (eo)