kardo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kardo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kardo | kardoj |
αιτιατική | kardon | kardojn |
kardo (eo)
- (φυτό) το γαϊδουράγκαθο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kardo | kardoj |
αιτιατική | kardon | kardojn |
kardo (eo)