kardinalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kardinalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kardinalo | kardinaloj |
αιτιατική | kardinalon | kardinalojn |
kardinalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kardinalo | kardinaloj |
αιτιατική | kardinalon | kardinalojn |
kardinalo (eo)