kardelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kardelo | kardeloj |
αιτιατική | kardelon | kardelojn |
Ετυμολογία επεξεργασία
- kardelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
kardelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kardelo | kardeloj |
αιτιατική | kardelon | kardelojn |
kardelo (eo)