karamelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- karamelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karamelo | karameloj |
αιτιατική | karamelon | karamelojn |
karamelo (eo)
- η καραμέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karamelo | karameloj |
αιτιατική | karamelon | karamelojn |
karamelo (eo)