kapreolino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapreolino | kapreolinoj |
αιτιατική | kapreolinon | kapreolinojn |
kapreolino (eo)
- το θηλυκό ζαρκάδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapreolino | kapreolinoj |
αιτιατική | kapreolinon | kapreolinojn |
kapreolino (eo)