kapitalismo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kapitalismo < kapitalism- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapitalismo | kapitalismoj |
αιτιατική | kapitalismon | kapitalismojn |
kapitalismo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapitalismo | kapitalismoj |
αιτιατική | kapitalismon | kapitalismojn |
kapitalismo (eo)