kapitalism-
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kapitalism- < αγγλική capitalism, γαλλική capitalisme, γερμανική Kapitalismus
Ρίζα επεξεργασία
kapitalism- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: καπιταλισμός
kapitalism- (eo)