kano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kano | kanoj |
αιτιατική | kanon | kanojn |
kano (eo)
- το καλάμι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kano | kanoj |
αιτιατική | kanon | kanojn |
kano (eo)