kankro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kankro | kankroj |
αιτιατική | kankron | kankrojn |
kankro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kankro | kankroj |
αιτιατική | kankron | kankrojn |
kankro (eo)